ντουλγέρικος

ντουλγέρικος
και ντουλγκέρικος και δουλγέρικος, -η, -ο [ντουλγέρης]
1. ξυλουργικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ντουλγέρικα
(στη Θράκη) συνθηματική γλώσσα τών πλανόδιων παραδοσιακών οικοδόμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”